KURVËRIA NË GREQINË E LASHTË
Η πορνεία αποτελούσε στοιχείο του βίου των αρχαίων Ελλήνων ήδη από την αρχαϊκή εποχή. Στις σημαντικότερες ελληνικές πόλεις και κυρίως στα λιμάνια, αποτελούσε σημαντική οικονομική δραστηριότητα απασχολώντας σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρούταν παράνομη: οι πόλεις δεν την απαγορεύουν και οι οίκοι ανοχής λειτουργούσαν στα φανερά. Στην Αθήνα, στο μεγάλο νομοθέτη Σόλωνα αποδίδεται η ίδρυση κρατικών πορνείων με προσιτές τιμές. Ωστόσο η δραστηριότητα αυτή δεν κατανεμόταν ίσα ανάμεσα στα δύο φύλα: γυναίκες όλων των ηλικιών καθώς και νεαρά αγόρια εκδίδονταν, για μια πελατεία που απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες.
Ο Ψευδοδημοσθένης, σε λόγο που απευθυνόταν σε ένα δικαστικό σώμα του 4ου αιώνα π.Χ. αναφέρει: «διαθέτουμε πόρνες για την απόλαυσή μας, παλλακίδες για να μας παρέχουν καθημερινή φροντίδα και συζύγους για να μας παρέχουν νόμιμα τέκνα και για να αποτελούν τους πιστούς φύλακες του οίκου μας».[1] Ακόμη κι αν η αλήθεια δεν ήταν τόσο γραφική, ωστόσο αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι αρχαίοι δεν διέθεταν ηθικούς φραγμούς αναφορικά με την προσφυγή στις εκδιδόμενες γυναίκες.
Παράλληλα, οι νόμοι απαγορεύουν αυστηρότατα τις σχέσεις εκτός γάμου με μία γυναίκα από την τάξη των ελεύθερων πολιτών. Ο απατημένος σύζυγος είχε το δικαίωμα να θανατώσει τον αντίζηλό του αν τον έπιανε επ’ αυτοφόρω,[2] ομοίως και κάποιον βιαστή. Καθώς η μέση ηλικία γάμου για τους άνδρες ήταν τα 30 έτη, ο νεαρός Αθηναίος που επιθυμούσε να έχει ετεροφυλοφιλικές σχέσεις δεν είχε άλλη επιλογή από το να στραφεί στις δούλες του ή στις πόρνες.
Η ύπαρξη εκδιδόμενων γυναικών με πελατεία άλλες γυναίκες δεν είναι επιβεβαιωμένη. Ο Αριστοφάνης, ως πρόσωπο που λαμβάνει μέρος στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, αναφέρει τις «εταιρίστριες» στην περίφημη ιστορία του για τον Έρωτα, όπου όλοι οι άνθρωποι προήλθαν από τη διαίρεση πλασμάτων με δύο κεφάλια και οχτώ μέλη. Για εκείνον, οι γυναίκες που προέκυψαν από τα κομμάτια των πρωτόγονων γυναικών δεν έχουν μεγάλη επιθυμία για άνδρες: προτιμούν τις γυναίκες, και από εκεί προήλθαν οι «εταιρίστριες». Ορισμένοι φιλόλογοι υποθέτουν πως αναφέρεται σε εκδιδόμενες γυναίκες που προσανατολίζονταν στη γυναικεία πελατεία με λεσβιακές προτιμήσεις.[4] Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς αναφέρεται στην πρακτική αυτή στο έργο «Διάλογος για τις πόρνες», ωστόσο είναι πιθανόν απλά να πρόκειται για αναφορά στο απόσπασμα αυτό του Πλάτωνα.
Οι εκδιδόμενες γυναίκες μπορούν να ταξινομηθούν σε διάφορες κατηγορίες. Τελευταίες στην κλίμακα κατατάσσονταν οι πόρνες, οι οποίες σύμφωνα και με την ετυμολογία της λέξης – προέρχεται από το ρήμα «πέρνημι» που σημαίνει «πουλώ» – ανήκαν στους «πορνοβοσκούς», δηλαδή σε προαγωγούς που λάμβαναν τμήμα των εσόδων τους.[6] Οι τελευταίοι μπορούσαν να είναι πολίτες, για τους οποίους μπορούσαν να αποτελούν πηγή εσόδων όπως όλες οι άλλες. Ένας ρήτορας του 4ου αιώνα αναφέρει δύο σαν τμήματα της περιουσίας του. Ο Θεόφραστος αναφέρει τον προαγωγό πλάι στον πανδοχέα και τον συλλέκτη φόρων σε έναν κατάλογο επαγγελμάτων που είχε συντάξει.[7] Ένας τέτοιος ιδιοκτήτης μπορούσε επίσης να ανήκει στην τάξη των μετοίκων.
Κατά την κλασική εποχή, τα κορίτσια ήταν δούλες βαρβαρικής καταγωγής. Από την ελληνιστική εποχή και μετά εμφανίζονται και μικρά κορίτσια τα οποία εκτέθηκαν από τον πολίτη πατέρα τους, και οι οποίες θεωρούνταν δούλες μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Η περίπτωση αυτή μοιάζει συνηθισμένη, σε σημείο που ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, τον 2ο αιώνα μ.Χ., προειδοποιεί εκείνους που συχνάζουν σε πορνεία για τον κίνδυνο της αιμομιξίας: «πόσοι πατεράδες, έχοντας ξεχάσει τα παιδιά που εγκατέλειψαν, έχουν, εν αγνοία τους, συνάψει ερωτικές σχέσεις με το γιο τους που εκδίδεται ή με την κόρη τους που έγινε πόρνη…»[8] Αυτές οι γυναίκες εργάζονταν τις περισσότερες φορές σε οίκους ανοχής, σε συνοικίες που ήταν διαβόητες για τη φιλοξενία τέτοιων δραστηριοτήτων, όπως ο Πειραιάς (το λιμάνι της Αθήνας) ή ο Κεραμεικός. Οι τελευταίες υποδέχονταν ναυτικούς και φτωχούς πολίτες.
Στην κατηγορία αυτή άνηκαν και τα κορίτσια που εργάζονταν στους κρατικούς αθηναϊκούς οίκους ανοχής. Σύμφωνα με τον Αθήναιο,[9] που με τη σειρά του επικαλείται τον κωμικό ποιητή Φιλήμονα [10] και τον ιστορικό Νίκανδρο από την Κολοφώνα,[11] ήταν ο νομοθέτης Σόλων αυτός που «ανυπόμονος να καλμάρει τις ορμές των νεαρών ανδρών, (…) πήρε την πρωτοβουλία να ανοίξει οίκους ανοχής και να εγκαταστήσει εκεί νεαρές γυναίκες αγορασμένες». Έτσι, ένα από τα πρόσωπα στις «Αδελφές» ξεσπά:
«Εσύ, Σόλων, έφτιαξες ένα νόμο κοινής ωφέλειας, καθώς είσαι εσύ εκείνος που πρώτος, θα έλεγε κανείς, κατάλαβε την ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου δημοκρατικού και αγαθοεργούς ιδρύματος, ας είναι μάρτυράς μου ο Ζευς! Είναι σημαντικό να το πω αυτό. Η πόλη μας έβριθε νεαρών αγοριών τα οποία η φύση εξανάγκαζε με σκληρότητα να παρασύρονται σε λάθος δρόμους. Για εκείνα αγόρασες και κατόπιν εγκατέστησες κορίτσια σε διάφορες συνοικίες, εξοπλισμένες και έτοιμες για τη δουλειά. Στέκονται γυμνές, από φόβο μήπως έσφαλλες, ρίξε μια ματιά στα πάντα. Ίσως δεν νιώθεις στην καλύτερή σου φόρμα, ίσως έχεις κάτι που σε στενοχωρεί. Αλλά η πόρτα τους παραμένει ανοιχτή. Τιμή, ένας οβολός, μπες μέσα! Δεν υπάρχει ίχνος σεμνοτυφίας ή ανοησίας, ούτε τραβιέται μακρυά σου. Αντίθετα θα πάρεις για τα χρήματά σου ό,τι θες και όπως το θες. Βγαίνεις. Πες της να πάει να πνιγεί, είναι ένα τίποτα για σένα».
Όπως υπογραμμίζει το πρόσωπο αυτό, οι οίκοι ανοχής του Σόλωνα παρείχαν σεξουαλική απόλαυση προσιτή σε όλους, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Μάλιστα ο Σόλων κατασκεύασε χάρις στους φόρους που επέβαλε στα σπίτια αυτά ένα ναό αφιερωμένο στην Αφροδίτη Πάνδημο, στην κυριολεξία στην Αφροδίτη όλου του λαού. Ακόμη κι αν η αλήθεια της παραπάνω αφήγησης είναι υπό αμφισβήτηση, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι Αθηναίοι θεωρούσαν την πορνεία συστατικό της δημοκρατίας.
Μιλώντας για τιμές, υπάρχουν διάφορες αναφορές στην τιμή του ενός οβολού για τις οικονομικότερες κοπέλες, που ικανοποιούσαν τουλάχιστον τις βασικές ανάγκες. Είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς αν πρόκειται για αληθινή τιμή ή απλά για μια ρήση που αντικατοπτρίζει μια «τιμή ευκαιρίας».
Ανεξάρτητες πόρνες
Ένα σκαλί υψηλότερα βρίσκονταν οι πόρνες που κάποτε ήταν δούλες και πλέον είχαν κερδίσει την ελευθερία τους. Η θέση τους ήταν κοντά σε εκείνη της εταίρας ή της παλλακίδας. Εκτός από την ευκαιρία να παρουσιάζονται ενώπιον των πιθανών πελατών τους, είχαν και πρόσβαση στο δημόσιο βίο. Έχουν βρεθεί σανδάλια των οποίων οι σόλες ήταν έτσι κατασκευασμένες ώστε να αφήνουν στο έδαφος το αποτύπωμα «ΑΚΟΛΟΥΘΙ»,[6] που σημαίνει «ακολούθησέ με». Χρησιμοποιούσαν επίσης μακιγιάζ, κάθε άλλο παρά διακριτικό. Ο Εύβουλος, ποιητής της Μέσης Κωμωδίας, τις περιγελά:
«…σοβαντισμένες με στρώματα λευκού μολύβδου, … μάγουλα βαμμένα με χυμό από μούρα. Κι αν βγείτε κάποια μέρα του καλοκαιριού, δύο αυλάκια από μελάνι τρέχουν από τα μάτια σας, και ο ιδρώτας που κυλά από τα μάγουλά σας πάνω στο λαιμό αφήνει χρωματιστό αυλάκι, ενώ οι τρίχες που πετούν γύρω από τα πρόσωπά σας μοιάζουν γκρίζες, τόσο γεμάτες από λευκό μόλυβδο».[12]
Η προέλευση αυτών των γυναικών ποικίλλει: γυναίκες μέτοικοι που δεν έβρισκαν άλλο επάγγελμα στη νέα τους πατρίδα, φτωχές χήρες, παλαιές πόρνες που εξαγόρασαν την ελευθερία τους, συχνά με πίστωση. Στην Αθήνα ήταν υποχρεωμένες να καταγράφονται σε μητρώα και να καταβάλλουν φόρους. Ορισμένες μάλιστα κατάφεραν να φτιάξουν περιουσία από το επάγγελμά τους. Κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. στην Κόπτο της ρωμαϊκής Αιγύπτου, τα διόδια για τις πόρνες ανέρχονταν στις 108 δραχμές, ενώ οι υπόλοιπες γυναίκες κατέβαλλαν μόλις 20.[13]
Το ποσό με το οποίο χρέωναν τις υπηρεσίες τους είναι δύσκολο να εκτιμηθεί: Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Θεόπομπος αναφέρει ότι οι πόρνες δεύτερης κατηγορίας ζητούσαν ένα στατήρα (τέσσερις δραχμές), ενώ τον 1ο αιώνα π.Χ. ο επικούρειος φιλόσοφος Φιλόδημος από τα Γάδαρα αναφέρει [14] ένα σύστημα συνδρομών σύμφωνα με το οποίο καταβάλλονταν πέντε δραχμές για δώδεκα επισκέψεις. Τον 2ο αιώνα π.Χ., στο έργο του «Διάλογος για τις πόρνες», ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς βάζει την πόρνη Αμπέλιδα να θεωρεί την τιμή των πέντε δραχμών ανά επίσκεψη μέτρια τιμή.[15] Στο ίδιο κείμενο, μια νεαρή παρθένα μπορεί να ζητήσει μία μνα, δηλαδή εκατό δραχμές,[16] ακόμη και δύο μνες, αν ο πελάτης ήταν ορεξάτος. Μια νέα και όμορφη κοπέλα μπορούσε να πετύχει καλύτερη τιμή από μία συνάδελφό της μεγαλύτερης ηλικίας, αν και η εικονογραφία από τα κεραμικά αγγεία καταδεικνύει την ύπαρξη ειδικής αγοράς για τις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Επίσης ρόλο έπαιζε το αν ο πελάτης απαιτούσε αποκλειστικότητα. Υπήρχαν επίσης ομαδικές συμφωνίες: μια παρέα φίλων μπορούσε να αγοράσει την αποκλειστικότητα, με τον καθένα τους να δικαιούται προκαθορισμένο χρόνο.
Αναμφίβολα μπορεί κανείς να κατατάξει στην κατηγορία αυτή τις μουσικούς και τις χορεύτριες που προσέφεραν ψυχαγωγία στα συμπόσια των ανδρών. Ο Αριστοτέλης [17] αναφέρει ανάμεσα στις αρμοδιότητες δέκα αξιωματούχων, των αστυνόμων (πέντε εντός των τειχών και πέντε στον Πειραιά), την εποπτεία των κοριτσιών που έπαιζαν τον αυλό ή τη λύρα ή την κιθάρα ώστε να μην χρεώνουν ποσά άνω των δύο δραχμών τη βραδιά. Οι σεξουαλικές υπηρεσίες μπορούσαν να αποτελούν μέρος της συμφωνίας, παρά τον έλεγχο των αστυνόμων, με τις τιμές ολοένα και να ανεβαίνουν ανάλογα με την περίοδο.
Εταίρες
Ο φιλόσοφος Σωκράτης αναζητεί τον Αλκιβιάδη στο σπίτι της Ασπασίας. Έργο του Jean-Léon Gérôme (1861).
Οι εταίρες βρίσκονταν στην κορυφή της ιδιόμορφης αυτής ιεραρχίας. Δεν περιορίζονται στο να προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες, με την ίδια τη λέξη «εταίρα» να σημαίνει «σύντροφος». Στις περισσότερες περιπτώσεις διέθεταν ευρεία μόρφωση και μπορούσαν να λάβουν μέρος σε συζητήσεις καλλιεργημένων ανθρώπων, για παράδειγμα στα συμπόσια. Αποτελούν τις μοναδικές γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, με εξαίρεση τις Σπαρτιάτισσες, που απολάμβαναν την ανεξαρτησία τους και μπορούσαν να διαθέτουν προσωπική περιουσία. Ένα τέτοιο είδος παλλακίδας δεν πληρωνόταν με τη βραδιά, αλλά λάμβανε δώρα από τους «εταίρους» και τους «φίλους» της ώστε να ζει μια άνετη ζωή. Αξιοσημείωτη είναι η ομοιότητά τους με τις γκέισες στην ιαπωνική παράδοση.
Στην πλειοψηφία τους οι εταίρες άνηκαν στην τάξη των μετοίκων, με διάσημα παραδείγματα τη Νέαιρα, η οποία καταγόταν από την Κόρινθο και τη Φρύνη από τη Βοιωτία. Ωστόσο η επιφανέστερη γυναίκα του 5ου αιώνα π.Χ. ήταν η Ασπασία, η εταίρα που σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε τη σύντροφο του Περικλή. Στον κύκλο της άνηκαν διάσημοι φιλόσοφοι και καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Σωκράτης και οι μαθητές του, αλλά και ο γλύπτης Φειδίας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, «δέσποζε ανάμεσα στους επιφανέστερους των πολιτικών και ενέπνεε στους φιλοσόφους μια επιρροή που δεν ήταν ούτε ισχνή ούτε αμελητέα».[18]
Στις μέρες μας επιβιώνουν τα ονόματα ορισμένων γυναικών που έζησαν ως εταίρες. Στην κλασική εποχή συναντούμε τη Θεοδότα, σύντροφο του Αλκιβιάδη, με την οποία ο Σωκράτης συζητά στα «Απομνημονεύματα».[19] Επίσης τη Νέαιρα, εταίρα που αποτελεί το κυρίως θέμα ενός ρητορικού λόγου του Ψευδο-Δημοσθένη. Από την πλευρά της η Φρύνη αποτέλεσε το μοντέλο για την Αφροδίτη της Κνίδου, αριστουργηματικό έργο του μεγάλου Πραξιτέλη, του οποίου υπήρξε ερωμένη, καθώς επίσης και του Υπερείδη, ο οποίος την υπερασπίστηκε σε μια δίκη. Η Λεόντιον ήταν σύντροφος του Επίκουρου και φιλόσοφος η ίδια. Κατά την ελληνιστική περίοδο μαθαίνουμε για την Πυθονίκη, σύντροφο του Άρπαλου, του θησαυροφύλακα του Αλεξάνδρου του Μέγα ή ακόμη για τη Θαΐδα, ερωμένη του ίδιου του Αλεξάνδρου και κατόπιν του Πτολεμαίου του Σωτήρος. Επίσης γνωστή εταίρα ήταν και η Λάμια, κόρη αθηναίου πολίτη και ερωμένη του Δημητρίου του Πολιορκητή.
Ορισμένες από τις εταίρες αυτές είχαν μεγάλη περιουσία. Ο Ξενοφών περιγράφει τη Θεοδότα περιτριγυρισμένη από δούλους, πλουσιοπάροχα ντυμένη και κάτοικο ενός υπερπολυτελούς σπιτιού. Άλλες ξεχώριζαν εξαιτίας των αψυχολόγητων χρηματικών ποσών που ξόδευαν: η Ροδόπις, Αιγυπτία που απελευθέρωσε ο αδερφός της ποιήτριας Σαπφούς, έμεινε στην ιστορία επειδή ζήτησε την ανέγερση μιας πυραμίδας. Ο Ηρόδοτος αμφιβάλλει για την αλήθεια αυτής της αφήγησης,[20] ωστόσο αναφέρεται σε μια πολυτελή επιγραφή που η ίδια αφιέρωσε στους Δελφούς. Τα χρηματικά ποσά που πληρώνονταν οι εταίρες δεν ήταν σταθερά για όλες, ωστόσο είναι σίγουρο πως ήταν υψηλότερα από εκείνα που εισέπρατταν οι συνηθισμένες πόρνες. Στη Νέα Κωμωδία, κυμαίνονται από τις 20 έως τις 60 μνες για έναν ακαθόριστο αριθμό ημερών. Ο Μένανδρος αναφέρει μια εταίρα που κέρδιζε τρεις μνες την ημέρα, όσο δηλαδή δέκα πόρνες μαζί.[21] Αν πιστέψει κανείς τον Αύλο Γέλλιο, οι παλλακίδες της κλασικής εποχής ζητούσαν μέχρι και 10.000 δραχμές τη βραδιά.[22]
Καμιά φορά είναι δύσκολο να γίνει διάκριση ανάμεσα στις εταίρες και τις απλές πόρνες: και στις δύο περιπτώσεις η γυναίκα μπορούσε να είναι ελεύθερη ή δούλη, ανεξάρτητη ή υπό την «προστασία» κάποιου προαγωγού.[23] Οι αρχαίοι συγγραφείς σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούν αδιακρίτως και τους δύο όρους. Κατ’ επέκταση ορισμένοι μελετητές αμφιβάλλουν αναφορικά με τη διάκριση ανάμεσά τους, ή ακόμη και για το αν η λέξη εταίρα δεν ήταν παρά ένας ευφημισμός.
Η ιερή πορνεία
Στην Ελλάδα δεν άνθησε το φαινόμενο της ιερής πορνείας στο βαθμό που αυτό συνέβη στην Εγγύς Ανατολή. Οι μόνες γνωστές περιπτώσεις αφορούν περιοχές στα πέρατα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, όπως στη Σικελία, την Κύπρο, τον Πόντο ή την Καππαδοκία. Διάσημη ωστόσο είναι η περίπτωση του ιερού ναού της Αφροδίτης στην Κόρινθο όπου υπηρετούσαν πολυάριθμα κορίτσια τουλάχιστον από την κλασική εποχή κι έπειτα. Το 464 π.Χ., ένας άνδρας από την Κόρινθο, ο Ξενοφών, νικητής των αγώνων δρόμου και του πεντάθλου στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφιέρωσε στην Αφροδίτη ως ένδειξη ευγνωμοσύνης εκατό νεαρές κοπέλες. Η ιστορία αυτή διασώθηκε μέσω ενός ύμνου του Πινδάρου για τις «φιλόξενες κοπέλες, υπηρέτριες της Πειθούς στην πολυτελή Κόρινθο».[24] Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, σύμφωνα με το Στράβωνα,[25] ο ναός απασχολούσε πάνω από χίλιες κοπέλες που εκδίδονταν στο όνομα της θεάς. Ο Οράτιος γράφει: «δεν έχει ο καθένας τη δυνατότητα να πάει στην Κόρινθο»,[26] κάτι που τονίζει αφενός το πόσο ευχάριστη ήταν η διαμονή εκεί, αφετέρου το πόσο κόστιζε.
Σπάρτη
Ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, μόνο η Σπάρτη κατέχει τη φήμη πως δεν φιλοξένησε ποτέ οίκο ανοχής. Ο Πλούταρχος [27] αποδίδει το φαινόμενο στην απουσία πολύτιμων μετάλλων και πραγματικού χρήματος – η Σπάρτη χρησιμοποιούσε νόμισμα από σίδερο που δεν αναγνωριζόταν από κανέναν άλλο και το οποίο κανείς δεν ενδιαφερόταν να υιοθετήσει. Συνεπώς δεν υπάρχουν σήμερα ίχνη της δραστηριότητας αυτής στην Σπάρτη κατά την αρχαϊκή ή κλασική εποχή. Η μόνη προκλητική μαρτυρία που διαθέτουμε ανήκει σε ένα βάζο του 6ου αιώνα π.Χ.,[28] το οποίο και παρουσιάζει μια ομάδα γυναικών που έπαιζαν τον αυλό σε ένα δείπνο ανδρών. Ωστόσο μοιάζει να μην αφορά πραγματικά μια απεικόνιση της καθημερινότητας στην πόλη, αλλά ένα τυχαίο μοτίβο εικονογραφίας. Η παρουσία ενός φτερωτού δαίμονα, φρούτων, χλωρίδας κι ενός βωμού αφήνουν να εννοηθεί πως πρόκειται για κάποιο τελετουργικό δείπνο προς τιμήν κάποιας θεότητας της γονιμότητας, ίσως της Ορθίας Αρτέμιδος ή του Υακύνθιου Απόλλωνα.
Εντούτοις, κατά την κλασική περίοδο απαντώνται στη Σπάρτη εταίρες. Ο Αθήναιος κάνει αναφορά στις παλλακίδες με τις οποίες περνούσε τις νύχτες του ο Αλκιβιάδης κατά την εξορία του στη Σπάρτη. Ο Ξενοφών [29] από την πλευρά του, αφηγούμενος τη συνωμοσία του Κινάδωνα (αρχές 4ου αιώνα π.Χ.) αναφέρεται σε μία πανέμορφη γυναίκα, η οποία κατηγορήθηκε ότι διέφθειρε τους άνδρες, γέρους και νέους, που επισκέπτονταν τον Αυλώνα. Πιθανότατα πρόκειται για κάποια εταίρα.
Από τον 3ο αιώνα π.Χ. κι έπειτα, οπότε και μεγάλες ποσότητες ξένου χρήματος άρχισαν να κυκλοφορούν στη γη της Λακωνίας, η Σπάρτη αρχίζει να υιοθετεί συνήθειες των έτερων ελληνικών πόλεων. Κατά την ελληνιστική περίοδο, ο Πολέμων από το Ίλιον, περιγράφει στο έργο «Προσφορές στη Λακεδαίμονα» [30] ένα διάσημο πορτραίτο της εταίρας Κοττίνας, καθώς και μια αγελάδα από μπρούτζο που η ίδια αφιέρωσε. Προσθέτει δε πως κάποτε του έδειξαν σαν αξιοθέατο τον οίκο ανοχής που εκείνη διατηρούσε κοντά στο ναό του Διονύσου./wikipedia/